- μυριστικός
- -ή, -ὁ (ΑΜ μυριστικός, -ή, -όν, Μ ουδ. και μεριστικόν) [μυρίζω]1. αυτός που αναδίδει μύρο, άρωμα, αρωματικός, ευωδιαστός, μυρωδάτος («καλείς εις το μυριστικό πανηγύρι», Σολωμ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυριστικάαρωματώδη φυτικά προϊόντα, μπαχαρικά, καρυκεύματα, μυρωδικάνεοελλ.φρ. «μυριστικό οξύ»χημ. ονομασία ενός μονοκαρβονικού λιπαρού οξέος, στερεού αδιάλυτου στο νερό, διαλυτού στον αιθέρα και στην αλκοόλη, που απαντά στο μουσκάτιο βούτυρο με τη μορφή γλυκεριδίου, στο κήτειο σπέρμα κ.α.μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ μυριστικόνα) αρωματικό φυτόβ) αρωματική ουσία, μυρωδικόγ) μύροδ) (κατ' επέκτ.) ευωδιά.
Dictionary of Greek. 2013.